Η ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΗ, παρουσιάζεται σαν μια σειρά πράξεων που κατευθύνονται σε ορισμένο σκοπό, ο οποίος είναι η έκδοση και η εκτέλεση μιας δικαστικής απόφασης, σχετικής με την ενοχή ή την αθωότητα του κατηγορουμένου.
Χωρίζεται σε δύο βασικά στάδια:
Στην ΠΡΟΔΙΚΑΣΙΑ (αρθρ.239 επ. ΚΠΔ)
Και
Στην ΕΠ΄ ΑΚΡΟΑΤΗΡΙΩ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ( αρθρ. 320 επ. ΚΠΔ)
Ωστόσο αναφορά πρέπει να κάνουμε και στην διαδικασία της ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΗΣ ΕΞΕΤΑΣΗΣ ( άρθρα 243 και 244 ΚΠΔ), η οποία είναι μια συνοπτική διαδικασία, κατ΄εντολήν του Εισαγγελέως, ένεκα άσκησης μήνυσης, έγκλησης, αναφοράς ή ύπαρξη είδησης. Με την διαδικασία αυτή, ο Εις. συλλέγει το αποδεικτικό υλικό, εξετάζοντας τον μηνυόμενο ή εγκαλούμενο «ύποπτο» ο οποίος έχει όλα τα δικαιώματα του κατηγορουμένου. Σημειωτέον ότι στην φάση αυτήν ΔΕΝ έχει ασκηθεί ακόμη η ποινική δίωξη και ο ύποπτος, δεν απολογείται, αλλά παρέχει έγγραφες εξηγήσεις.
Η ΠΡΟΔΙΚΑΣΙΑ διακρίνεται:
Στην ΑΝΑΚΡΙΣΗ [Aρθρ.239 επ. ΚΠΔ]
Και
Στην ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ (ή ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΣΥΜΒΟΥΛΙΩΝ) (αρθρ. 305 επ.)
Η ΑΝΑΚΡΙΣΗ διακρίνεται:
Στην ΠΡΟΑΝΑΚΡΙΣΗ ( Τακτική ή Κύρια ) [Αρθρ. 245 ΚΠΔ]και σε
ΚΥΡΙΑ ΑΝΑΚΡΙΣΗ [αρθρ.246 επ. ΚΠΔ]
Η ΕΠ ΑΚΡΟΑΤΗΡΙΩ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ διακρίνεται
Στην ΠΡΟΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ ΦΑΣΗ ( αρθρ. 320 ΚΠΔ)
Και
Στην ΚΥΡΙΑ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ( αρθρ. 329 επ. ΚΠΔ).
Η ΚΥΡΙΑ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ περιλαμβάνει:
α] την έναρξη της εκδίκασης [339-349] β] την απόδειξη [Μάρτυρες 350- 359,Πραγματογνωμοσύνη[360] αυτοψία[ 36`] έγγραφα [364-365] , απολογία κατηγορουμένου και εξέταση ‘’αστικώς υπευθύνου’’ [362-363], την απολογία του κατηγορουμένου, (365), τις αγορεύσεις [367] ,περάτωση δίκης (368), την έκδοση απόφασης [369-373].
Το ισχύον δικονομικό σύστημα είναι το σύγχρονο μικτό και οι αρχές που ισχύουν στη προδικασία είναι
ΕΛΛΕΙΨΗ ΑΝΤΙΔΙΚΙΑΣ
ΜΥΣΤΙΚΟΤΗΤΑ [κάμψη-φανερά ανάκριση ]
ΕΓΓΡΑΦΟ [241]- στην κύρια διαδικασία
ΔΗΜΟΣΙΟΤΗΤΑ [329]
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ[331]
ΑΜΕΣΟΤΗΤΑ [365]
ΣΥΝΕΧΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ [339 παρ. 2].
ΑΝΤΙΔΙΚΙΑ [335]..
Η ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΗ αρχίζει με την άσκηση της ποινικής δίωξης [27παρ. 1] από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών [ή Εφετών στη περίπτωση του 28 παρ. 1] και στα πταίσματα από τον δημόσιο κατήγορο ή τον πταισματοδίκη [27 παρ.2].
Ο Εισαγγελέας μόλις λάβει γνώση, ότι τελέστηκε ένα αυτόφωρο έγκλημα [242-418] ή από μια [γραπτή ή προφορική] έγκληση, αίτηση [41] αναφορά [40], μήνυση [42] είδηση[37] ότι ‘’έγινε μια αξιόποινη πράξη [37] είναι υποχρεωμένος να διατάξει προκαταρκτική εξέταση ( 30 παρ. 1) και να ασκήσει [ κινήσει] την ποινική δίωξη, ή να κινήσει απευθείας ποινική δίωξη. [αρχή νομιμότητας – εξαίρεση άρθρα 30 παρ. 1, 44,45 αρχή σκοπιμότητας ] και ασκεί [κινεί] ποινική δίωξη [43].
Η άσκηση της ποινικής δίωξης γίνεται με παραγγελία για ανάκριση ή με ‘’απευθείας ‘’ κλήση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο [43] όπου τούτο προβλέπεται, ή διαβιβάζοντας την δικογραφία στον Εισαγγελέα Εφετεών, ή υποβάλλοντας αίτηση για την έκδοση ποινικής διαταγής του άρθρου 409. Η απαευθείας κλήση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο επιτρέπεται στις περιπτώσεις που η προανάκριση δεν είναι αναγκαία [ και παραλείπεται] δηλ. στα πταίσματα ,στα πλημμελήματα αν έγινε προκαταρτική εξέταση και σε εκείνα που δικάζονται με την αυτόφωρη διαδικασία [417]-[244] – Η προανάκριση [245παρ. 1], προβλέπεται μόνο στην περίπτωση μόνο του άρθρου 323 εδ. γ σε συνδυασμό με αρ. 43 παρ. 3.
Όταν ο Εισαγγελέας , ασκήσει την ποινική δίωξη φεύγει απ’ τα χέρια του ,η υπόθεση και αρμόδια πια να αποφασίσουν είναι τα δικαστικά συμβούλια ή τα δικαστήρια. Για να μην ασχολούνται λοιπόν με αβάσιμες ή ‘’προφανώς ψευδείς’’ κατηγορίες οι δικαστικές αρχές ο νόμος επιτάσσει πριν ασκήσει την ποινική δίωξη ο Εισαγγελέας , να εξετάσει το βάσιμο της κατηγορίας. Για αυτό και έχει το δικαίωμα πριν ασκήσει την δίωξη να ενεργήσει ΠΡΟΚΑΤΑΡΤΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΗ (243-244)ο ίδιος ή δια των γενικών [31] και ειδικών [31] ανακριτικών υπαλλήλων. Το αυτό δικαίωμα έχει και ο Εισαγγελέας Εφετών [υπέρτατη διεύθυνση ανάκρισης ] το οποίο ασκεί ο ίδιος ή με ένα αντιεισαγγελέα και ο Εισαγγελέας του Α.Π.
Εάν όμως ο Εισαγγελέας κρίνει ότι δεν συντρέχουν επαρκείς ενδείξεις για την εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο με απευθείας κλήση, βάζει αυτήν στο αρχείο και εάν πρόκειται για μήνυση ή αναφορά υποβάλλεται αντίγραφο αυτής στον Εισαγγελέα των Εφετών και του αναφέρει για ποίους λόγους δεν ασκήθηκε η δίωξη [43].
Αν πρόκειται για έγκληση, την απορρίπτει με διάταξή του [ προβούλευμα] Ο εγκαλών μέσα σε αποκλειστική προθεσμία 15 ημερών από την επίδοση σε αυτόν της διάταξης του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών,, μπορεί να προσφύγει κατά αυτής στον αρμόδιο εισαγγελέα ΕΦΕΤΩΝ.[52 παρ. 1]. Ο Εισαγγελέας Εφετών αν κρίνει ότι πρέπει να ασκηθεί ποινική δίωξη παραγγέλλει είτε την διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης αν πρόκειται για κακούργημα ή πλημμέλημα για το οποίο δεν έχει ήδη διενεργηθεί, είτε την άσκηση ποινικής δίωξης στις λοιπές περιπτώσεις και διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου στον καταθέσαντα αυτό. [52 παρ3].
Η ΠΡΟΑΝΑΚΡΙΣΗ
Παραγγελία για προανάκριση δίδεται μόνο στις περιπτώσεις των άρθρων 43 παρ. 2, εδάφιο β, 322 παρ. 3 εδφ. α περίπτωση γ και α(245) είναι μια συνοπτική συγκέντρωση του αποδεικτικού υλικού –Ενεργείται από ανακριτικό υπάλληλο μετά από γραπτή παραγγελία του Εισαγγελέα [245], αλλά και χωρίς εισαγγελική παραγγελία σε δύο περιπτώσεις α] ‘’ Όταν υπάρχει κίνδυνος από την αναβολή και β] στο αυτόφωρο έγκλημα (245 παρ. 2) - Στις δύο αυτές περιπτώσεις ενεργεί προανάκριση και ο τακτικός ανακριτής (31 παρ. 2 συν. 245 παρ.1 και2) – Η προανάκριση αρχίζει 1] με μήνυση ‘’ έγκληση’’ 2] όταν υπάρχουν πληροφορίες ότι έγινε έγκλημα [ Πληροφορίες για τέλεση αξιόποινης πράξης που διώκεται αυτεπάγγελτα δύναται να δώσει ο καθένας .[ 42 ]. Υποχρεούνται α] οι ανακριτικοί υπάλληλοι β] οι δημόσιοι υπάλληλοι, για όσα εγκλήματα υπέπεσαν στην αντίληψη τους κατά την άσκηση της υπηρεσίας τους. Τα ποινικά πολιτικά, διοικητικά και ασκούνται πειθαρχική εξουσία Δικαστήρια για τα εγκλήματα που έγιναν κατά την εκδίκαση των υποθέσεων .γ] Οι ιδιώτες στις περιπτώσεις που ορίζει ο νόμος (40)
3] Στο αυτόφωρο έγκλημα [Αυτόφωρον έγκλημα υπάρχει όταν ‘’ είναι εν τω πράττεσθαι’’ [ γνήσιο αυτόφωρο] και όταν ‘’επράχθη προσφάτως ‘’ [ οιονεί αυτόφωρον ]. Ένα έγκλημα δεν είναι αυτόφωρο αν πέρασε ολόκληρη η επόμενη ημέρα [242 παρ, 2] .
- Ηπροανάκριση τελειώνει 1] με ‘’απευθείας ‘’ κλήση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, όταν ο Εισαγγελέας κρίνει ότι προέκυψαν ‘’ επαρκείς ενδείξεις’’ για την, παραπομπή του κατηγορουμένου. 2) με την εισαγωγή της υπόθεσης στο δικαστικό Συμβούλιο με πρόταση του Εισαγγελέα προς αυτό, όταν ο Εισαγγελέας φρονεί , ότι δεν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ή ότι πρέπει να παύσει η ποινική δίωξη ή να κηρυχθεί απαράδεκτη ή να μη γίνει κατηγορία δηλαδή σε όλες τις περιπτώσεις που πρέπει να εκδοθεί απαλλακτικό Βούλευμα] κ αι 3] όταν ο Εισαγγελέας παραπέμπεισε τακτική [κύρια] ανάκριση . Τούτο συμβαίνει α) στα κακουργήματα και στα Β) πλημμελήματα . όταν κατά την κρίση του Εισαγγελέα πρέπει να εκδοθεί ένταλμα σύλληψης ή προσωρινής κράτησης , γιατί το ένταλμα σύλληψης ή προσωρινής κράτησης το εκδίδει ο τακτικός ανακριτής (276), εκτός από τις περιπτωσεις του αυτόφωρου κακουργήματος ή πλημμελήματος που μπορεί να το εκδώσει και ο αρμόδιος Εισαγγελέας πλημμελειοδικών ( 275 παρ. 3). Στις δυο αυτές περιπτώσεις η προανάκριση υποχρεωτικά ‘’περατούται’’ με παραπομπή της υπόθεσης σε κύρια ανάκριση και για όταν η υπόθεση μετά την προανάκριση όταν έχει ανάγκη συμπλήρωσης από κύρια ανάκριση [245] .
Η [ΚΥΡΙΑ ] ΤΑΚΤΙΚΗ ΑΝΑΚΡΙΣΗ
είναι μια λεπτομερέστατη εξέταση της υπόθεσης και ενεργείται από τακτικό ανακριτή πάντοτε μετά από γραπτή παραγγελία του Εισαγγελέα η οποία πρέπει να μνημονεύει ορισμένα και ειδικά την αξιόποινη πράξη και την ποινική διάταξη που την προβλέπει [246]. Η παραγγελία αφορά την πράξη [ΙΝ REM] και όχι το πρόσωπο [ΙΝ ΡERSONΑΜ]-. Έτσι Ο ανακριτής μπορεί να κάνει και για άλλα πρόσωπα για την αυτή πράξη όχι όμως για άλλες πράξεις – Ο τακτικός ανακριτής έχει δικαίωμα να διαφωνήσει με την Εισαγγελική παραγγελία όταν φρονεί αα] αν θεωρεί τον εαυτό του αναρμόδιο, ββ) αν η πράξη δεν έχει αξιόποινο χαρακτήρα, γγ) αν παρεγράφη το αξιόποινο και δδ) υπάρχουν λόγοι που αναστέλουν ή εμποδίζουν την ποινική δίωξη.
Η ΚΥΡΙΑ ΑΝΑΚΡΙΣΗ ‘’περατούται’’ (308 παρ. 1) με εισαγωγή της υπόθεσης στο Συμβούλιο .Εξαιρετικά στα πλημμελήματα και με ‘’απευθείας’’ κλήση στο ακροατήριο εάν συμφωνούν ανακριτής και Εισαγγελέας . ( 308 παρ. 3). [Στα κακουργήματα αν συμφωνεί και ο Εισαγγελέας Εφετών με την γνώμη των δυο προηγουμένων εισάγεται η υπόθεση στο Συμβούλιο Εφετών [308 και 308 α]το οποίο αποφασίζει σε πρώτο και τελευταίο βαθμό.
ΒΟΥΛΕΥΜΑ είναι η απόφαση των δικαστικών Συμβουλίων και έχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Τα βουλεύματα τα διακρίνουμε Α] Σε ΠΑΡΕΜΠΙΠΤΟΝΤΑ όταν αποφασίζουν για παρεμπίπτοντα ζητήματα 309α ,309 δ και 312 π.χ. λύνουν διαφωνία ανακριτού Εισαγγελέα , συμπληρωματική ανάκριση. Β] ΟΡΙΣΤΙΚΑ όταν αποφασίζουν πάνω στο κύριο θέμα της υπόθεσης δηλαδή αν θα παραπεμφθεί ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο ] τα οριστικά διακρίνονται Ι]Σε ΠΑΡΑΠΕΜΠΤΙΚΑόταν υπάρχουν αποχρώσεις ενδείξεις για να στηριχθεί εναντίον του κατηγορουμένου κατηγορία [313].ΙΙ] ΣΕ ΠΑΥΟΝΤΑ ΠΡΟΣΩΡΙΝΑ ΤΗ ΔΙΩΞΗ όταν οι υπάρχουσες ενδείξεις δεν είναι αποχρώσες και ΙΙΙ] Σε ΑΠΑΛΛΑΚΤΙΚΑ . Διακρίνονται σε εκείνα Ι]που δεν πρέπει να γίνει κατηγορία διότι α] δεν υπάρχουν καθόλου ενδείξεις , β] οι υπάρχουσες δεν είναι αποχρώσες.Το γεγονός δεν περιέχει αξιόποινη πράξη δ] υπάρχουν λόγοι που αποκλείουν το άδικο ή τον καταλογισμό και ε] συντρέχει λόγος προσωπικός απαλλαγής από ποινής [Α.Π.271/1957] 2] που παύει οριστικά η δίωξη [310). β]αα] Παραγράφηκε το αξιόποινο ββ] Αμνηστεύθηκε η πράξη γγ] υπάρχει Παραίτηση ή ανάκληση της έγκλησης δδ] ‘’Απέθανε’’ ο κατηγορούμενος [ΠΑΠΛ] και 3] που κηρύσσεται απαράδεκτη η ποινική δίωξη, διότι υπάρχει δεδικασμένο ή δεν υπάρχει η απαιτούμενη για τη δίωξη έγκληση αίτηση άδεια [311].
Ο ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΣ ΚΛΗΤΕΥΕΤΑΙ ΣΤΟ ΑΚΡΟΑΤΗΡΙΟ ΜΕ ΚΛΗΣΗ όταν η υπόθεση παραπέμπεται στο ακροατήριο με βούλευμα [309] το οποίο του επιδίδεται ή με ΚΛΗΤΗΡΙΟ ΘΕΣΠΙΣΜΑ όταν παραπέμπεται με ‘’απευθείας’’ κλήση [244,308 παρ.3, 245]- [1 η Διαφορά κλήσης και κλητηρίου-320].
Το κλητήριο περιέχει α] στοιχεία ταυτότητας κατηγορουμένου β] Προσδιορισμό δικαστηρίου στο οποίο καλείται να δικαστεί γ] Χρονολογία ημέρα και ώρα εμφάνισης .δ] ακριβή καθορισμό της πράξης για την ποία κατηγορείται και το άρθρο του νόμου που την προβλέπει. ε] Σφραγίδα και υπογραφή Εισαγγελέα [ ή δημόσιου Κατήγορου στα πταίσματα].[321 παρ.Ι] .
Η Κλήση περιέχει ότι και το Κλητήριο θέσπισμα ‘’ΠΛΗΝ’’του καθορισμού της πράξης και του άρθρου που την προβλέπει [ δηλαδή το δ] διότι αυτά περιέχονται στο βούλευμα που του έχει επιδοθεί ‘’ΣΥΝ’’τον αριθμό του Βουλεύματος [321 παρ. 2] [2 η Διαφορά κλήσης και κλητήριου θεσπίσματος –
Αν δεν περιέχονται αυτά στην κλήση ή στο κλητήριο θέσπισμα, ο κατηγορούμενος δύναται να ζητήσει την ακύρωσή τους , μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας και απαράδεκτη τη συζήτηση της υπόθεσης – Ακυρότητα σχετική άρθρο 172.
ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΕΠΙΔΟΣΗΣ ΚΛΗΣΙΣ- ΚΛΗΤΗΡΙΟΥΘΕΣΠΙΣΜΑΤΟΣ.
Ι] Μετά την επίδοσή τους ο Εισαγγελέας δεν δύναται να αποσύρει την υπόθεση από το δικαστήριο που έχει οριστεί.Εξαίρεση άρθρο 169 παρ. 2 και 323, εάν μετά την’’ απευθείας’’ κλήση προκύψουν λόγοι που δίνουν βαρύτερο χαρακτήρα στο πλημμέλημα [324]
2] Αναστέλλεται η προθεσμία της παραγραφής [ΑΠ3,95 /62,451/60 και αντ. γνώμη 882/1957 Ε.Λ.].
ΠΡΟΣΦΥΓΗ Ο κατηγορούμενος που κλητεύθηκε με ‘’απευθείας κλήση’’ στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημ. δύναται να προσφύγει εντός 10 ημερών από της επίδοσης του κλητηρίου θεσπίσματος στον Εισαγγελέα Εφετών. (322 παρ. 1). Ο τελευταίος ή απορρίπτει την προσφυγή ή διατάσσει ανάκριση ή προανάκριση. Μετά ή απορρίπτει την προσφυγή ή διατάσει την εισαγωγή της υπόθεσης στο Συμβούλιο. [322]