Η ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΗ αρχίζει με την άσκηση της ποινικής δίωξης [27παρ. 1] από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών [ή Εφετών στη περίπτωση του 28 παρ. 1] και στα πταίσματα από τον δημόσιο κατήγορο ή τον πταισματοδίκη [27 παρ.2]. Ο Εισαγγελέας μόλις λάβει γνώση, ότι τελέστηκε ένα αυτόφωρο έγκλημα [242-418] ή από μια [γραπτή ή προφορική] έγκληση, αίτηση [41] αναφορά [40], μήνυση [42] είδηση[37] ότι ‘’έγινε μια αξιόποινη πράξη [37] είναι υποχρεωμένος να διατάξει προκαταρκτική εξέταση ( 30 παρ. 1) και να ασκήσει [ κινήσει] την ποινική δίωξη, ή να κινήσει απευθείας ποινική δίωξη. [αρχή νομιμότητας – εξαίρεση άρθρα 30 παρ. 1, 44,45 αρχή σκοπιμότητας ] και ασκεί [κινεί] ποινική δίωξη [43]. Η άσκηση της ποινικής δίωξης γίνεται με παραγγελία για ανάκριση ή με ‘’απευθείας ‘’ κλήση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο [43] όπου τούτο προβλέπεται, ή διαβιβάζοντας την δικογραφία στον Εισαγγελέα Εφετεών, ή υποβάλλοντας αίτηση για την έκδοση ποινικής διαταγής του άρθρου 409. Η απαευθείας κλήση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο επιτρέπεται στις περιπτώσεις που η προανάκριση δεν είναι αναγκαία [ και παραλείπεται] δηλ. στα πταίσματα ,στα πλημμελήματα αν έγινε προκαταρτική εξέταση και σε εκείνα που δικάζονται με την αυτόφωρη διαδικασία [417]-[244] – Η προανάκριση [245παρ. 1], προβλέπεται μόνο στην περίπτωση μόνο του άρθρου 323 εδ. γ σε συνδυασμό με αρ. 43 παρ. 3. Όταν ο Εισαγγελέας , ασκήσει την ποινική δίωξη φεύγει απ’ τα χέρια του ,η υπόθεση και αρμόδια πια να αποφασίσουν είναι τα δικαστικά συμβούλια ή τα δικαστήρια. Για να μην ασχολούνται λοιπόν με αβάσιμες ή ‘’προφανώς ψευδείς’’ κατηγορίες οι δικαστικές αρχές ο νόμος επιτάσσει πριν ασκήσει την ποινική δίωξη ο Εισαγγελέας , να εξετάσει το βάσιμο της κατηγορίας. Για αυτό και έχει το δικαίωμα πριν ασκήσει την δίωξη να ενεργήσει ΠΡΟΚΑΤΑΡΤΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΗ (243-244)ο ίδιος ή δια των γενικών [31] και ειδικών [31] ανακριτικών υπαλλήλων. Το αυτό δικαίωμα έχει και ο Εισαγγελέας Εφετών [υπέρτατη διεύθυνση ανάκρισης ] το οποίο ασκεί ο ίδιος ή με ένα αντιεισαγγελέα και ο Εισαγγελέας του Α.Π. Η σκοπιμότητα που καλείται να εξυπηρετήσει η συγκεκριμένη διάταξη, είναι η άμεση λειτουργία της εξουσίας, προκειμένου αυτή να λειτουργεί αποτελεσματικά και να επιβάλλει τις αποφάσεις της εκτελεστικής εξουσίας. Για τον λόγο αυτόν, η πράξη που τελείται εντός των πλαισίων αυτών, ο νόμος την χαρακτηρίζει ως «μη άδικη», ότι δηλαδή δεν μπορεί να κατηγορηθεί ο δημόσιος υπάλληλος που ενήργησε στα πλαίσια της προσταγής που του δόθηκε. Επιβάλλει ωστόσο ο νόμος ότι η προσταγή πρέπει να είναι νόμιμη. Ωστόσο ο εντολοδόχος (αποδέκτης όπως λέει η διάταξη), δεν έχει την δυνατότητα να εξετάσει το νόμιμο ή όχι του χαρακτήρα της. Κι εδώ αρχίζουν τα δύσκολα. Σε ένα υποθετικό σενάριο, όπως αυτό με τα συλλαλητήρια επί του Μακεδονικού ζητήματος, είναι προφανές ότι ο σχεδιασμός της Αστυνομικής Αρχής, περιλαμβάνει από πάνω προς τα κάτω, ιεραρχικά, πλείστες εντολές, μέχρι τον τελικό αποδέκτη π.χ. των άνδρα των ΜΑΤ, ή όποιο άλλο αστυνομικό όργανο. Δεν θα υπεισέλθω στην περιπτωσιολογία της νομιμότητας, κάθε επιμέρους εντολής, λόγω έκτασης του άρθρου, αλλά θα περιοριστώ στην εντολή προς τον τελικό αποδέκτη και εκτελεστή της προσταγής. Η διάταξη του άρθρου 21 του ΠΚ, προβλέπει αφενός την ποινική απαλλαγή του αποδέκτη της προσταγής, εφόσον αυτός ενήργησε εντός των πλαισίων της, αφετέρου όμως, απασχολείται με τον έλεγχο της νομιμότητας της προσταγής, ώστε περίπτωση κατά την οποία η προσταγή ξεφεύγει από τις νομικές «κόκκινες γραμμές» τότε ο προστάσσων παίρνει του χαρακτήρα του έμμεσου αυτουργού της πράξης, η οποία είναι άδικη ή εγκληματική, αντίθετα με τον αποδέκτη και εκτελεστή της εντολής, του οποίου αίρεται ο άδικος χαρακτήρας της πράξης του, υπό τον όρο ότι δεν έχει υπερβεί τα όρια της προσταγής. Αδικεί επομένως η εικόνα τους άνδρες των ΜΑΤ, εφόσον η κάθε πράξη τους είναι αποτέλεσμα προσταγής της οποίας την εκτέλεση δεν μπορούν να αρνηθούν, ούτε να ελέγξουν την νομιμότητά της, παρά μόνο να την εκτελέσουν. Και θα ήταν πολύ πιο ενημερωτικό και ουσιώδες για την κοινή γνώμη, αντί τα ΜΜΕ να δείχνουν εικόνες ντροπής, να ψάχνουν αυτόν που έδωσε την εντολή, ποιος είναι και ποιό το περιεχόμενο της εντολής. Αλλά αυτό, μπορεί να οδηγήσει πάντοτε σε ποινικές και αστικές προβλέπεται για κάθε θιγόμενο πολίτη και δικαίωμα να εγείρει αγωγή αποζημίωσης κατά του κράτους, για κάθε ζημιά που υφίσταται από παράνομη εκτέλεση προσταγής, ή από εκτέλεση παράνομης προσταγής μαζί και με την άσκηση μηνύσεως ή εγκλήσεως, ανάλογα. Τώρα, αυτός κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση της προσταγής, π.χ. κάποιος διαδηλωτής, εφόσον ο προστασσόμενος (αστυνομικό όργανο) πράττει εντός των πλαισίων της προσταγής, δηλαδή νόμιμα, δεν έχει δικαίωμα να αμυνθεί λόγω του ότι δεν υφίσταται άδικη επίθεση. Διαφορετικά στοιχειοθετείται σε βάρος του το αδίκημα της αντίστασης κατά της Αρχής, του οποίου η ποινή ούτε μετατρέπεται, ούτε αναστέλλεται ( αρθρο 167 ΠΚ). Ωστόσο υπό συγκεκριμένες και μόνο συνθήκες μπορεί να στοιχειοθετηθεί κατάσταση ανάγκης που αίρει τον άδικο χαρακτήρα της πράξης του διαδηλωτή. Η προσταγή αποτελεί στην ουσία μία έκφραση βουλήσεως, που προέρχεται από ένα ιεραρχικό ανώτερο όργανο το οποίο εντάσσεται στο πλαίσιο ιεραρχίας που διέπει την συγκεκριμένη Αρχή-Υπηρεσία κατά τρόπο εξουσιαστικό-επιτακτικό. Συγκεκριμένα η προσταγή πρέπει να εξυπηρετεί τον σκοπό της αυτής Υπηρεσίας και όχι οιασδήποτε άλλης. Οποιαδήποτε άλλη εντολή που δεν πληρεί την εν λόγω προϋπόθεση, πρέπει να γίνει δεκτό, ότι δεν στοιχειοθετεί υποχρέωση εκτέλεσης από τον αποδέκτη. Δεν αποτελεί καν προσταγή. Εσωτερικά της Υπηρεσίας τώρα, ο προστάσσων οφείλει να ενεργεί στα πλαίσια της υλικής και της τοπικής του αρμοδιότητας. Δηλαδή να έχει οριστεί νόμιμα ως ο αρμόδιος της συγκεκριμένης προσταγής και να ενεργεί στο πλαίσιο της εδαφικής περιφέρειας που έχει οριστεί ως τομέας ευθύνης του. Η προσταγή δίδεται με τον τύπο που προβλέπει ο νόμος. Όταν προβλέπεται από τον νόμο να είναι έγγραφη, δεν αρκεί η προφορική, (π.χ. ένταλμα σύλληψης). Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις αρκεί και ο προφορικός τύπος. Πολύ λεπτό είναι το ζήτημα, εάν ο προστασσόμενος οφείλει, να εξετάζει την τυπική νομιμότητα της προσταγής. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό αφορά κυρίως την συνευθύνη του προστασσόμενου, κατά την εκτέλεση της προσταγής. Γίνεται δεκτό ότι ο προστασσόμενος οφείλει πάντα να εξετάζει την τυπική νομιμότητα της προσταγής και να μην την εκτελεί όταν διαπιστώσει ότι είναι παράνομη, διαφορετικά επέχει ποινική ευθύνη ως άμεσος φυσικός αυτουργός του εγκλήματος, ενώ ο προστάσσων φέρει την ποινική ευθύνη του έμμεσου αυτουργού. Επίσης οι διατάξεις του ποινικού κώδικα περί νομικής πλάνης, μπορεί να συντρέξουν κι εδώ. Η διάκριση που γίνεται στο σημείο αυτό, είναι μεταξύ τυπικής και ουσιαστικής νομιμότητας. Το σημείο είναι πολύ λεπτό και χρήζει προσοχής, αλλά και συζήτησης που δεν μπορεί να εξαντληθεί στο παρόν άρθρο. Επιγραμματικά μπορούμε να πούμε. 1.- Όταν η προσταγή είναι τυπικά νόμιμη, όπως ανωτέρω είδαμε, τότε ο αποδέκτης δεν επιτρέπεται να εξετάσει εάν είναι νόμιμη και ως προς την ουσία της. 2.- Hπροσταγή δεν είναι δεσμευτική για τον αποδέκτη όταν: Α.- είναι Αντισυνταγματική Β.- είναι Τυπικά Παράνομη Η πρόσθετη παρ. 2 του άρθρ 21 του ΠΚ που τέθηκε με τον Ν.4619/2019 είχε σκοπό να επισημάνει ακριβώς αυτό, που μέχρι τότε ερμηνευόταν νομολογιακά και να αποσαφηνίσει ότι κάθε δημόσιος υπάλληλος, δεν δεσμεύεται να ενεργήσει προσταγές οι οποίες είναι αντίθετες στο Σύνταγμα και στους νόμους. Ως τέτοιες βέβαια, πρέπει να θεωρούνται μόνο όσες έρχονται σε ευθεία αντίθεση με το γράμμα του νόμου και όχι όταν κάποιος τις θεωρεί παράνομες, στηριζόμενος σε ερμηνεία κάποιου δικαιικού κανόνα. (βλ. αιτιολογική έκθεση του Ν.4619/2019) Η παράνομη προσταγή, αντιδιαστέλλεται από την παράνομη παράλειψη του/ων Οργάνου/ων της Αρχής να αποτρέψει/ουν πράξεις λ.χ. ταραξιών κουκουλοφόρων, εφόσον δεν δεσμεύονται από νόμιμη διαταγή περί αποτροπής βιαιοπραγιών και βανδαλισμών. Στην περίπτωση αυτή η παράλειψη είναι παράνομη με εξαίρεση την επίκληση λόγων γενικότερου δημοσίου συμφέροντος που επέβαλλαν την εν λόγω συμπεριφορά.